- ἔσυραν
- ἔσῡραν , σύρωdrawaor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
ζωτικός — I (14ος αι.). Ζωγράφος και καλλιγράφος. Το έργο του Μηνιαίο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, κώδικας αρ. 435. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ζ. ο μάρτυς. Βλ. λ. Μάρτυρες δέκα εν Κρήτη. 2. Ζ. ο μάρτυς.… … Dictionary of Greek
συνωρίδα — η / συνωρίς, ίδος, ΝΜΑ, και ξυνωρίδα Ν, και αττ. τ. ξυ νωρίς Α 1. ζευγάρι αλόγων ζεμένων στο ίδιο όχημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε ζεύγος («τέκνων ἀποσπάσας μου τὴν μόνην ξυνωρίδα», Σοφ.) 3. (στην αρχ.) άρμα που έσυραν δύο άλογα νεοελλ. (συν. με… … Dictionary of Greek
Αγαθόκλεια — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασίλισσα της Βακτριανής (μέσα 2ου αι. π.Χ.), ίσως σύζυγος του βασιλιά της χώρας αυτής, Στράτωνα. Εικονίζεται σε πολλά νομίσματα της Βακτριανής (σημερινού Τουρκεστάν και μέρους του Αφγανιστάν). Ήταν ελληνικής… … Dictionary of Greek
Αλίαρτος — I Γιος του Θέρσανδρου, εγγονός του Σίσυφου και αδελφός του Κορωνού και του Προίτου. Έχτισε την πόλη Αλίαρτο στη Βοιωτία, ενώ ο αδελφός του Κορωνός ίδρυσε την Κορώνεια. II Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Βοιωτίας, στον δρόμο… … Dictionary of Greek
Βίτων — Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο γιους της Κυδίππης, ιέρειας της Ήρας (ο άλλος λεγόταν Κλέοβις). Ο Σόλων, όταν ρωτήθηκε από τον Κροίσο, τους χαρακτήρισε ως τους πιο ευτυχισμένους θνητούς μετά τον Τέλλο τον Αθηναίο, γιατί δέθηκαν στον ζυγό… … Dictionary of Greek
Δούρειος Ίππος — Κολοσσιαίο ξύλινο ομοίωμα αλόγου, που, σύμφωνα με τη μυθολογία, κατασκεύασαν οι Αχαιοί και το χρησιμοποίησαν ως τέχνασμα για την εκπόρθηση της Τροίας. Η ιδέα του τεχνάσματος ανήκε στον Οδυσσέα και την κατασκευή του τεράστιου ομοιώματος ανέλαβε ο… … Dictionary of Greek
Ευγένιος Καραβίας — (1752 – 1821). Μητροπολίτης Αγχιάλου. Με την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 συνελήφθη και φυλακίστηκε με άλλους αρχιερείς στις φυλακές του Μποσταντζή στην Κωνσταντινούπολη. Στη διάρκεια της κράτησής του επέδειξε αξιοθαύμαστη γενναιότητα και… … Dictionary of Greek
Κυδίππη — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Καταγόταν από την Αθήνα και είχε ευγενική καταγωγή. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση ήταν ερωτευμένος μαζί της ο Aκόντιος, ένας νέος από την Κέα· οι δύο νέοι έτυχε κάποτε να βρεθούν στη γιορτή της Άρτεμης στη Δήλο … Dictionary of Greek
Μίλερ, Άρθουρ — (Arthur Miller, Νέα Υόρκη 1915 –). Αμερικανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Αφού αποφοίτησε το 1938 από τη φιλολογική σχολή του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ο Μ. έγραψε κομμάτια για το ραδιόφωνο, το 1944 έγραψε μια σύντομη ιστορία του … Dictionary of Greek